- καδέγλα
- καδέγλα και καδέκλα, ἡ (Μ)καρέκλα, κάθισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρέκλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρέκλα — και καθέκλα και καδέγλα και καδέκλα, η το συνηθισμένο κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. charegla που αποτελεί παραφθορά τού αρχ. βεν. cadegla < cadegra < λατ. cathedra < αρχ. ελλ. καθέδρα. Από τον τ. cadegla προέκυψε … Dictionary of Greek